- διαμαρτυρομένου
- διαμαρτῡρομένου , διαμαρτύρομαιcall gods and men to witnesspres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… … Dictionary of Greek
Βουντ, Βίλχελμ Μαξ — (Wilhelm Max Wundt, Νεκεράου, Μανχάιμ 1832 – Λειψία 1920). Γερμανός ψυχολόγος, φυσιολόγος και φιλόσοφος. Γιος διαμαρτυρόμενου πάστορα, σπούδασε στο Τίμπινγκεν και στη Χαϊδελβέργη, όπου έλαβε δίπλωμα ιατρικής. Οι έρευνές του στράφηκαν πολύ γρήγορα … Dictionary of Greek
Γκρίφιθ, Ντέιβιντ Γουόρκ — (David Wark Griffith, Λα Γκρανζ, Κεντάκι 1875 – Χόλιγουντ 1948). Αμερικανός σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Ηθοποιός και σεναριογράφος, πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο ερμηνεύοντας έναν ρόλο στην ταινία του ‘Evτουιν Πόρτερ… … Dictionary of Greek
Κλαπαρέντ, Εντουάρ — I (Edouard Claparède, 1832 – 1870). Ελβετός φυσιοδίφης. Σπούδασε φυσικές επιστήμες και ιατρική στο Βερολίνο, όπου και ασχολήθηκε με τη μελέτη των εγχυματικών οργανισμών. Το 1862 διορίστηκε καθηγητής της συγκριτικής ανατομίας στη Γενεύη και, την… … Dictionary of Greek
Λέσινγκ, Γκότχολντ Εφρέμ — (Gotthold Ephraim Lessing, Κάμεντς, Σαξονία 1729 – Μπράουνσβαϊγκ 1781). Γερμανός συγγραφέας, δραματουργός και κριτικός. Ήταν ο πρώτος από τα δώδεκα παιδιά ενός Διαμαρτυρόμενου θεολόγου. Σπούδασε θεολογία, φιλοσοφία και ιατρική στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Σλήμαν, Ερρίκος — (Schliemann). Γερμανός αρχαιολόγος (Νοϋμπούκω, Μεκλεμβούργο 1822 Νεάπολη 1890). Γιος διαμαρτυρόμενου πάστορα, αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Νόυστερλιτς εργάστηκε πέντε χρόνια ως υπάλληλος σε παντοπωλείο κι έπειτα μπήκε στο πλήρωμα ενός πλοίου… … Dictionary of Greek
Σουν Γιατ-σεν — Κινέζος πολιτικός (Σιανγκ σαν, σήμερα Τσουνγκ σαν, 1866 Σαγγάη 1925), που ονομάζεται «πατέρας της πατρίδας». Αφού ανατράφηκε σύμφωνα με τα διδάγματα του διαμαρτυρόμενου χριστιανισμού, τελείωσε τις σπουδές του στο Χονγκ Κονγκ, όπου πήρέ το δίπλωμα … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek